- αραχνένιος
- α, ο1) относящийся к пауку; 2) тонкий, похожий на паутину (о ткани)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αραχνοΰφαντος — η, ο αυτός που έχει υφανθεί πολύ λεπτά, σαν από αράχνη, λεπτεπίλεπτος, αραχνένιος: Το φουστάνι που φορούσε ήταν κυριολεκτικά αραχνοΰφαντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)